ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
μπουρμπούτσελο, το [bur’butselo]
μπουρμπούτσελο, το [bur’butselo]: το άγουρο κορόμηλο.
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Μ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ