μπουμπουγέρια, τα [bubu’γerʝa]

μπουμπουγέρια, τα [babu’γerʝa]: τα μαμούνια: ‘Το φαί είναι γεμάτο μπουμπουγέρια’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από