μπουρδούκλωμα, το [bu’rðukloma]

μπουρδούκλωμα, το [bu’rðukloma]: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουρδουκλώνω. [μπουρδουκλώ(νω) -μα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από