μπουζουριάζω [buzu’rjazo]

μπουζουριάζω [buzu’rjazo]: συλλαμβάνω και φυλακίζω κπ. [ίσως από το τουρκ buruşmak ‘ζαρώνω, σουρώνω, μαζεύω’].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: