ποδόγυρος, ο [po’ðoγiros]

ποδόγυρος, ο [po’ðoγiros]: (μτφ.) οτιδήποτε βρίσκεται δίπλα από τις όχθες ενός ποταμού. [πόδ(ι) -ο- + γύρος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από