μπερμπάντης, ο [ber’badis]: αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες. [ιταλ. birbant(e) ‘απατεώνας΄ -ης με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)· μπερμπάντ(ης) -άκος].
μπερμπάντης, ο [ber’badis]
από
Ετικέτες:
μπερμπάντης, ο [ber’badis]: αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες. [ιταλ. birbant(e) ‘απατεώνας΄ -ης με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)· μπερμπάντ(ης) -άκος].
από
Ετικέτες: