μπεζαχτάς, ο [beza’xtas]: το συρτάρι του τραπεζιού: ‘Τήρα στον μπεζαχτά, μέσα’. [τουρκ. bezahta -ς].
μπεζαχτάς, ο [beza’xtas]
από
Ετικέτες:
μπεζαχτάς, ο [beza’xtas]: το συρτάρι του τραπεζιού: ‘Τήρα στον μπεζαχτά, μέσα’. [τουρκ. bezahta -ς].
από
Ετικέτες: