μπεγλέρια, τα [be’γlerʝa]

μπεγλέρια, τα [be’γlerʝa]: (μτφ.) οι όρχεις. [ίσως παλ. τουρκ. beğler -ια πληθ. του ουσ. beğ (παλ. τ. του bey = μπέης)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από