μπαχαλιαίνω [baxa’ʎeno]

μπαχαλιαίνω [baxa’ʎeno]: απογίνομαι: ‘Έχει μπαχαλέψει τελείως ο γέροντας’ (είναι ανίκανος πια για δουλειές). [μπαχαλ(ός) -ιαίνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από