μπαστουνόβλαχος, ο [bastu’novlaxos]

μπαστουνόβλαχος, ο [bastu’novlaxos]: (μειωτ.) για αγροίκο, άξεστο άνθρωπο. [μπαστούν(ι) -ο- + βλάχος].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από