μπασκίνας, ο [ba’skinas]

μπασκίνας, ο [ba’skinas]: χωροφύλακας. [μπασκίν(ι) -ας < τουρκ. baskιn `ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας΄ ].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από