μπασιά, η [ba’sça]

μπασιά, η [ba’sça]: το πέρασμα, η είσοδος. [μσν. εμπασιά, μπασία < εμπασία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἔμβασ(ις) (προφ. [mb] ) ‘χώρος εισόδου’, αρχ. σημ.: ‘σημείο πατήματος’ -ία].


Δημοσιεύτηκε

σε

από