μπαράκα, η [ba’raka]

μπαράκα, η [ba’raka]: παράπηγμα. [<βεν. baraca. Τ. ‑γκα σήμ. ιδιωμ. και παράγκα κοιν. Η λ. στο Meursius].


Δημοσιεύτηκε

σε

από