μπαξές, ο [ba’kses]

μπαξές, ο [ba’kses]: το περιβόλι, ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe  (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από