μπαμπουλώνω [babu’lοno]

μπαμπουλώνω [babu’lοno]: τυλίγω με κάλυμμα το κεφάλι ή και μέρος του προσώπου, συνήθ. για να προφυλαχτώ από το κρύο. [μπαμπούλ(ας) -ώνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: