ΔΠΗ
μπαμπουλώνω [babu’lοno]: τυλίγω με κάλυμμα το κεφάλι ή και μέρος του προσώπου, συνήθ. για να προφυλαχτώ από το κρύο. [μπαμπούλ(ας) -ώνω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: