μπακούρω, η [ba’kuro]

μπακούρω, η [ba’kuro]: η χαζή, η άμυαλη γυναίκα, η χοντροκαμωμένη. [τουρκ. bakir ‘παρθενικός’ (από τα αραβ.) ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από