ΔΠΗ
μπακανιάρης, -α, -ικο [baka’ɲaris]: α. αυτός που τρώει πολύ: ‘Είναι μπακανιάρης ο άτιμος!’. β. άρρωστο παιδί. [αλβ. baka ‘η κοιλιά΄ -νιάρης].
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: