ΔΠΗ
μπαγιάτι, το [ba’ʝati]: το κρύο: ‘Ξυρίζει όξω. Έχει ένα μπαγιάτ’ (κάνει πολύ κρύο).
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: