μπαγάσας, ο [ba’γasas]

μπαγάσας, ο [ba’γasas]: α. ο διεφθαρμένος άνδρας, ο παλιάνθρωπος. β. χαρακτηρισμός για οικείο πρόσωπο χωρίς αρνητική συνδήλωση: ‘Πού είσαι βρε μπαγάσα;’. [μσν. μπαγάσα ‘πόρνη’  < ιταλ. bagascia].


Δημοσιεύτηκε

σε

από