μπαΐρι, το [ba’iri]

μπαΐρι, το [ba’iri]: το ακαλλιέργητο χωράφι: ‘Τό ‘πει μπαΐρι εκειδά παρατημένο’ (το έχει αφήσει ακαλλιέργητο). [τουρκ. bayir ‘πλαγιά’].


Δημοσιεύτηκε

σε

από