μπίζια, τα [‘bizʝa]: ο αρακάς. [μπιζέλι < ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)].
μπίζια, τα [‘bizʝa]
από
Ετικέτες:
μπίζια, τα [‘bizʝa]: ο αρακάς. [μπιζέλι < ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)].
από
Ετικέτες: