ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
μπέσα, η [‘mbesa]
μπέσα, η [‘mbesa]: εμπιστοσύνη. [αλβ. besa ‘η μπέσα’].
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Μπέσα-η.mp3
Δημοσιεύτηκε
15 Νοεμβρίου, 2018
σε
Μ
από
admin
Ετικέτες:
ΑΛΒΑΝΙΚΗ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ