μπέμπελη, η [‘bembeli]

μπέμπελη, η [‘bembeli]: η ιλαρά: ‘Έβγαλε την μπέμπελη’. [σλαβ. pepel ‘στάχτη’  (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] και προχωρ. αφομ. [b-p > b-b] )].

Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html


Δημοσιεύτηκε

σε

από