μπάστακας, ο [‘bastakas]: (χωρίς γεν. πληθ.) α. ο ορθοστάτης που κρεμάμε τα παλτά στην είσοδο. β. (μτφ.) για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητικός: Tι στέκεσαι μπάστακας;’.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o,
http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf