μπάμπω, η [‘bambo]: η γιαγιά. [μσν. *μπάμπω (πρβ. μσν. μπαμπόγερος) < σλαβ. babo κλητ. της λ. baba ‘γριά΄].
μπάμπω, η [‘bambo]
από
Ετικέτες:
μπάμπω, η [‘bambo]: η γιαγιά. [μσν. *μπάμπω (πρβ. μσν. μπαμπόγερος) < σλαβ. babo κλητ. της λ. baba ‘γριά΄].
από
Ετικέτες: