μπαμπαλής, ο [baba’lis]: μειωτικός χαρακτηρισμός για ηλικιωμένο: ‘Αυτός είναι μπαμπαλής’. [ίσως αρχ. παμπάλαιον ‘πολύ παλιό΄ > *πάμπαλ(ον) -ής (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )] < ή babalık = πατρότητα. || πατριός. || γέρος].
μπαμπαλής, ο [baba’lis]
από
Ετικέτες: