ΔΠΗ
μπάκα, η [‘baka]: κοιλιά, κυρίως, μεγάλη και φουσκωμένη. [αλβ. baka ‘η κοιλιά΄].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: