ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
μούσκα, η [‘muska]
μούσκα, η [‘muska]: η γίδα με το γκρίζο μονόχρωμο τρίχωμα.
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Μούσκα.mp3
Δημοσιεύτηκε
14 Νοεμβρίου, 2018
σε
Μ
από
admin
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ