μούργος, ο [‘murγos]: α. μεγαλόσωμο τσοπανόσκυλο συνήθ. με σκούρο τρίχωμα. β. (άσεμνο) για άνθρωπο άσχημο, άξεστο ή δύστροπο. γ. βρομιάρης [μσν. μούργος ‘καστανοκόκκινος΄ (για άλογα ή μουλάρια) < μούργ(α) -ός με μετακ. τόνου κατά τα άσπρος, μαύρος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o