μουτσουνιάζω [mutsu’ɲazo]

μουτσουνιάζω [mutsu’ɲazo]: δυστροπώ, μουτρώνω: ‘Με κοίταξε και μουτσούνιασε’. [μσν. *μουτσούνα (πρβ. μσν. μούτσουνον, χονδρομουτσούνα) < μσν. μουσούνα ( [t > ts] ) < ιταλ. (νότ. διάλ;) musone ‘που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια΄].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από