μουστερής, ο [muste’ris]

μουστερής, ο [muste’ris]: αγοραστής ή πελάτης και με επέκταση αυτός που ενδιαφέρεται για κτ. με σκοπό να το αποκτήσει. [τουρκ. müşteri -ς].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από