ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
μουσμουλεύω [musmu’levo]
μουσμουλεύω [musmu’levo]: ψάχνω κάτι περπατώντας σκυφτός.
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Μ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΡΗΜΑ