ΔΠΗ
μουσίτσα, η [mu’sitsa]: α.μύγα. β. πονηρός. [ίσως τουρκ. mus(a) ‘ξυράφι’ -ίτσα].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: