μουρόχαβλος [mu’roxavlos]

μουρόχαβλος, -η, -ο [mu’roxavlos]: χαρακτηρισμός ιδιαίτερα νωθρού ή αποβλακωμένου ανθρώπου. [ίσως < αρχ. μωρ(ός) ‘κουτός΄ -ο- + χαῦνος ‘ελαφρόμυαλος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και εναλλ. ριν. [n] – υγρού [l] από επίδρ. του υγρού [r] ) (ορθογρ. απλοπ.)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: