μουρνταρεύω [murda’revo]

μουρνταρεύω [murda’revo]: α. επιδιώκω ή έχω πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Τον άφησε γιατί ούλο μουρνταρεύει’. β. λερώνω ή μολύνω κτ.: ‘Mη μουρνταρεύεις το φαΐ σου βρε’. [μουρντάρ(ης) -εύω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από