μουρντάρης, ο [mu’rdaris]

μουρντάρης, ο [mu’rdaris]:  αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Είναι ένας μουρντάρης αυτός!’. [τουρκ. murdar ‘βρομιάρης΄ -ης· μουρντάρ(ης) -α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από