μουργέλα, η [mu’rγela]

μουργέλα, η [mu’rγela]: α. μύγα που πηγαίνει στα ζώα. β. (μτφ.) βαρεμάρα: ‘Με έπιασε μια μουργέλα’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από