μουγγαμάρα, η [muŋga’mara]

μουγγαμάρα, η [muŋga’mara]: η απόλυτη σιωπή: ‘Τον έπιασε μουγγαμάρα’. [μουγγ(ός) -αμάρα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από