μολογώ [molo’γo]: α. λέω, διηγούμαι κτ.: ‘Για μολόγα μου τα νέα’. β. ομολογώ. [μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ ‘εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. ‘συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄].
Όπως και: https://ilialang.gr/μολογάω/
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html