μισοχώρι, το [miso’xori]: εσωτερικός τοίχος σπιτιού. [μισ(ός) -ο- χώρ(ος) –ι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
μισοχώρι, το [miso’xori]: εσωτερικός τοίχος σπιτιού. [μισ(ός) -ο- χώρ(ος) –ι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: