μισοφόρι, το [miso’fori]: γυναικείο ρούχο, συνήθ. όμοιο με φούστα, που το φορούν κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα: ‘Είναι κολλημένος στο μισοφόρι της κυράς του’. [μισο- + φορ(ώ) -ι].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i