μισοκαδιάρα, η [misoka’ðʝara]

μισοκαδιάρα, η [misoka’ðʝara]: μπουκάλα που χωράει μισή οκά. [μισ(ός) –ο- κάδ(η) -ιάρα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από