μισακάτορας, ο [misa’katoras]

μισακάτορας, ο [misa’katoras]: αυτός που εκμεταλλεύεται κατά το ήμισυ την ιδιοκτησία κάποιου άλλου. [μισακ(ός) + -άτορας].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από