ΔΠΗ
μετζελούτα, η [medze’luta]: τη στιγμή που κάποιος που πενθεί αρχίζει να ξανοίγει τα μαύρα.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: