μεσαριά, η [mesa’rʝa]

μεσαριά, η [mesa’rʝa]: α. χωράφι που δεν έχουν σπείρει μεταξύ άλλων σπαρμένων. β. ενδιάμεση δίοδος, δρόμος. [μέσ(ος) -αριά].


Δημοσιεύτηκε

σε

από