μεσάντρα, η [me’sandra]

μεσάντρα, η [me’sandra]: το χώρισμα των δωματίων με σανίδες. [μέσ(ος) +(μ)άντρα].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από