μεροδούλι, το [mero’ðuli]

μεροδούλι, το [mero’ðuli]: α. η εργασία μιας ημέρας. β. μεροκάματο. [μέρ(α) -ο- + δουλ(ειά) -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από