μαχαλάς, ο [maxa’las]: γειτονιά ή συνοικία: ‘Πάω στον πάνω μαχαλά’. [τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς].
μαχαλάς, ο [maxa’las]
από
Ετικέτες:
μαχαλάς, ο [maxa’las]: γειτονιά ή συνοικία: ‘Πάω στον πάνω μαχαλά’. [τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς].
από
Ετικέτες: