ματσαράγκας, ο [matsa’rangas]

ματσαράγκας, ο [matsa’rangas]: ο απατεώνας: ‘Ήρθε κι εκείνος ο ματσαράγκας και τον γιουχάραν ούλοι’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από