μασιά, η [ma’sça]

μασιά, η [ma’sça]: εργαλείο για το ανακάτεμα της φωτιάς. [τουρκ. maşa (αραβ. mihassa) με ανάλ. του ş σε sι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από